δεινολογια

δεινολογια
    δεινολογία
    δεινο-λογία
    ἥ горькие жалобы Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δεινολογια" в других словарях:

  • δεινολογία — δεινολογίᾱ , δεινολογία exaggerated complaint fem nom/voc/acc dual δεινολογίᾱ , δεινολογία exaggerated complaint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινολογία — η (AM δεινολογία) το να μιλάει κανείς συνεχώς για τα δεινά του, τα βάσανά του, υπερβολική μεμψιμοιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινολογούμαι (βλ. δεινολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • δεινολογίαι — δεινολογίᾱͅ , δεινολογία exaggerated complaint fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινολογίαν — δεινολογίᾱν , δεινολογία exaggerated complaint fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»